δοκίμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δοκίμιο | τα | δοκίμια |
γενική | του | δοκιμίου | των | δοκιμίων |
αιτιατική | το | δοκίμιο | τα | δοκίμια |
κλητική | δοκίμιο | δοκίμια | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δοκίμιο < δοκιμή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δοκίμιο ουδέτερο
- γραπτό κείμενο μέτριας έκτασης και καλλιεργημένου ύφους με το οποίο ο συγγραφέας αποπειράται να διερευνήσει θεωρητικά ένα φιλοσοφικό, κοινωνικό, ιστορικό, φιλολογικό ζήτημα
- το αντίστοιχο είδος του γραπτού λόγου
- (τυπογραφία) η πρώτη πρόχειρη εκτύπωση ενός κειμένου που πρέπει να ελεγχθεί για λάθη και να λάβει την τελική του μορφή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
δοκίμιο στη Βικιπαίδεια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεωρητικό κείμενο