δοκίμιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δοκίμιον | τὰ | δοκίμιᾰ |
γενική | τοῦ | δοκιμίου | τῶν | δοκιμίων |
δοτική | τῷ | δοκιμίῳ | τοῖς | δοκιμίοις |
αιτιατική | τὸ | δοκίμιον | τὰ | δοκίμιᾰ |
κλητική ὦ! | δοκίμιον | δοκίμιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δοκιμίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δοκιμίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δοκίμιον, ήδη στον Ιπποκράτη[1] < δόκιμ(ος) + -ιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: δοκίμιο με διαφορετική σημασία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δοκίμιον, -'ου ουδέτερο
- εξέταση, δοκιμή
- (ελληνιστική κοινή) σημ τρόπος ελέγχου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- δοκιμεῖον (αρχαία ελληνικά)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη δόκιμος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «δοκίμιο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- δοκίμιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιον (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)