δοκιμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δοκιμή | οι | δοκιμές |
γενική | της | δοκιμής | των | δοκιμών |
αιτιατική | τη | δοκιμή | τις | δοκιμές |
κλητική | δοκιμή | δοκιμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δοκιμή < ελληνιστική κοινή δοκιμή < αρχαία ελληνική δόκιμος < δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deḱ-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δοκιμή θηλυκό
- η απόπειρα, η προσπάθεια
- ο έλεγχος της καλής λειτουργίας ενός συστήματος
- (για ρούχα ή παράσταση) η πρόβα, το προβάρισμα
- το δοκίμιο
- οι "Δοκιμές" του Γ. Σεφέρη
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δοκιμή
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)