δοκιμαστήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δοκιμαστήριον | τὰ | δοκιμαστήριᾰ |
γενική | τοῦ | δοκιμαστηρίου | τῶν | δοκιμαστηρίων |
δοτική | τῷ | δοκιμαστηρίῳ | τοῖς | δοκιμαστηρίοις |
αιτιατική | τὸ | δοκιμαστήριον | τὰ | δοκιμαστήριᾰ |
κλητική ὦ! | δοκιμαστήριον | δοκιμαστήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δοκιμαστηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δοκιμαστηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δοκιμαστήριον (ελληνιστική κοινή) < (αρχαία ελληνική δοκιμάζω) δοκιμασ- + -τήριον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ καθαρεύουσα: δοκιμαστήριον ⇘ νέα ελληνικά: δοκιμαστήριο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δοκιμαστήριον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) τρόπος ελέγχου, δοκιμή
Πηγές[επεξεργασία]
- δοκιμαστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -τήριον (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)