δοκιμαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δοκιμαστικός η δοκιμαστική το δοκιμαστικό
      γενική του δοκιμαστικού της δοκιμαστικής του δοκιμαστικού
    αιτιατική τον δοκιμαστικό τη δοκιμαστική το δοκιμαστικό
     κλητική δοκιμαστικέ δοκιμαστική δοκιμαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δοκιμαστικοί οι δοκιμαστικές τα δοκιμαστικά
      γενική των δοκιμαστικών των δοκιμαστικών των δοκιμαστικών
    αιτιατική τους δοκιμαστικούς τις δοκιμαστικές τα δοκιμαστικά
     κλητική δοκιμαστικοί δοκιμαστικές δοκιμαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δοκιμαστικός < δοκιμάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðo.ci.ma.stiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ðo.ci.ma.stiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ðo.ci.ma.stiˈko/ ουδέτερο

Επίθετο[επεξεργασία]

δοκιμαστικός, -ή, -ό

δοκιμαστική πτήση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]