δοκουμέντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δοκουμέντο τα δοκουμέντα
      γενική του δοκουμέντου των δοκουμέντων
    αιτιατική το δοκουμέντο τα δοκουμέντα
     κλητική δοκουμέντο δοκουμέντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δοκουμέντο < λόγιο ορθογραφικό δάνειο από την ιταλική documento. Δείτε και ντοκουμέντο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðo.kuˈmen.to/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δοκουμέντο ουδέτερο