δολερώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δολερώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δολερῶς < αρχαία ελληνική δοκιμαστικός. Συγχρονικά αναλύεται σε δολερ(ός) + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
δολερώς
Πηγές[επεξεργασία]
- «δολερός (& δολερά, -ώς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)