δολιχοδρομέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
δολιχοδρομέω και συνηρημένο δολιχοδρομῶ
- τρέχω τον δόλιχο
δολιχοδρομέω και συνηρημένο δολιχοδρομῶ