δολιχοδρομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δολιχοδρομία < αρχαία ελληνική δολιχοδρόμος + -ία < δόλιχος (<δολιχός "μακρύς") + δρόμος. Συγχρονικά αναλύεται σε δόλιχ(ος) + -ο- + -δρομία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðo.li.xo.ðɾoˈmi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δολιχοδρομία θηλυκό
- (αθλητισμός, ιστορία) η συμμετοχή στον αγώνα δρόμου δόλιχο
- (μεταφορικά) (σπάνιο) η πρόκληση κωλυσιεργίας, η παρελκυστική τακτική
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δολιχοδρόμηση
- δολιχοδρομώ
- και → δείτε τις λέξεις δόλιχος και δρόμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δολιχοδρομία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δρομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)