δολιχοκέφαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δολιχοκέφαλος η δολιχοκέφαλη το δολιχοκέφαλο
      γενική του δολιχοκέφαλου της δολιχοκέφαλης του δολιχοκέφαλου
    αιτιατική τον δολιχοκέφαλο τη δολιχοκέφαλη το δολιχοκέφαλο
     κλητική δολιχοκέφαλε δολιχοκέφαλη δολιχοκέφαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δολιχοκέφαλοι οι δολιχοκέφαλες τα δολιχοκέφαλα
      γενική των δολιχοκέφαλων των δολιχοκέφαλων των δολιχοκέφαλων
    αιτιατική τους δολιχοκέφαλους τις δολιχοκέφαλες τα δολιχοκέφαλα
     κλητική δολιχοκέφαλοι δολιχοκέφαλες δολιχοκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δολιχοκέφαλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dolichocéphale < αρχαία ελληνική δολιχός (μακρύς) + κεφαλή

Επίθετο[επεξεργασία]

δολιχοκέφαλος

  1. άνθρωπος που παρουσιάζει δολιχοκεφαλία
     αντώνυμα: βραχυκέφαλος
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) ξεροκέφαλος, στενοκέφαλος, χοντροκέφαλος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]