δολωνίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δολωνίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δολωνίδα θηλυκό
- (σπάνιο) τετράγωνο αφαιρετό ιστίο, που στις μπρατσέρες τοποθετείται πάνω από τα ψαθωτά[1]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δολωνίδα
|