δομέστικος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δομέστικος < μεσαιωνική ελληνική δομέστικος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðoˈme.sti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐μέ‐στι‐κος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δομέστικος αρσενικό
- (επάγγελμα) οικονόμος, υπηρέτης
- (αξίωμα, θρησκεία) οφίκιο των επικεφαλής του αριστερού και του δεξιού χορού των ψαλτών
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δομέστικος
Πηγές
[επεξεργασία]- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- δομέστικος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δομέστικος < λατινική domesticus
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δομέστικος αρσενικό
- αρχηγός, διοικητής στρατιωτικής δύναμης
- (αξίωμα, θρησκεία) οφίκιο το οποίο δινόταν σε ψάλτες
- ο υπηρέτης
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- μέγας δομέστικος: ο αρχιστράτηγος
Πηγές
[επεξεργασία]- δομέστικος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αξιώματα (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αξιώματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Θρησκεία (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)