δομιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δομιστής | οι | δομιστές |
γενική | του | δομιστή | των | δομιστών |
αιτιατική | τον | δομιστή | τους | δομιστές |
κλητική | δομιστή | δομιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δομιστής < δομή + -στής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δομιστής αρσενικό (θηλυκό δομίστρια)
- (φιλοσοφία) o στρουκτουραλιστής, o οπαδός του φιλοσοφικού ρεύματος του δομισμού
- αυτός που αναλύει κι εξερευνεί τα πάντα βάση της δομής τους
- ※ Παρ' όλο που ο Foucault αρνείται ότι είναι δομιστής, η προσέγγισή του, στο βαθμό που αφορά τη « συστηματοποίηση» των ιστορικών διαδικασιών, επιτρέπει τον χαρακτηρισμό της σαν δομικής. (Διαβάζω, τεύχη 220-229, 1989, σελ. 27)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δομιστής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -στής (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)