δομοκεντρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δομοκεντρικός η δομοκεντρική το δομοκεντρικό
      γενική του δομοκεντρικού της δομοκεντρικής του δομοκεντρικού
    αιτιατική τον δομοκεντρικό τη δομοκεντρική το δομοκεντρικό
     κλητική δομοκεντρικέ δομοκεντρική δομοκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δομοκεντρικοί οι δομοκεντρικές τα δομοκεντρικά
      γενική των δομοκεντρικών των δομοκεντρικών των δομοκεντρικών
    αιτιατική τους δομοκεντρικούς τις δομοκεντρικές τα δομοκεντρικά
     κλητική δομοκεντρικοί δομοκεντρικές δομοκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δομοκεντρικός < δομ(ή) + -ο- + κεντρικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðo.mo.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐μο‐κε‐ντρι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

δομοκεντρικός, -ή, -ό

  • που στο κέντρο του ενδιαφέροντος είναι ή δομή, που ενδιαφέρει περισσότερο ή δομή
    Στα πλαίσια της εργασίας του Nürnberg, και με βάση την παραπάνω ανάγκη, αναδύθηκε ο δομικός υπολογισμός σύμφωνα με τον οποίο η «δομή έχει προτεραιότητα έναντι των δεδομένων». (…) Κατά αυτόν λοιπόν τον τρόπο η δομή είναι εκείνη η οποία προηγείται έναντι των δεδομένων και το σύστημα το οποίο είναι σχεδιασμένο με αυτή την προσέγγιση είναι δομοκεντρικό. (@nemertes.lis Πανεπιστήμια Πατρών)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]