δονητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δονητής | οι | δονητές |
γενική | του | δονητή | των | δονητών |
αιτιατική | τον | δονητή | τους | δονητές |
κλητική | δονητή | δονητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δονητής < (δονώ, δονη- + -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vibrateur [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðo.niˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐νη‐τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δονητής αρσενικό
- (μηχανολογία) συσκευή που προκαλεί ταλαντώσεις
- (ηλεκτρολογία) συσκευή που μετατρέπει το συνεχές ρεύμα σε εναλλσόμενο ρεύμα
- σεξουαλικό βοήθημα εισχώρησης με εσωτερικό μηχανισμό δόνησης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δονητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)