δοντία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δοντία οι δοντίες
      γενική της δοντίας των δοντιών
    αιτιατική τη δοντία τις δοντίες
     κλητική δοντία δοντίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δοντία < δόντι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δοντία θηλυκό

  • (αργκό): δόση χασισιού που κόβεται με το δόντι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]