δονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δονῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δονώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δονῶ, συνηρημένος τύπος του δονέω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðoˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐νώ

Ρήμα[επεξεργασία]

δονώ, -είς..., πρτ.: δονούσα, αόρ.: δόνησα, παθ.φωνή: δονούμαι, μτχ.π.ε.: δονούμενος, π.αόρ.: δονήθηκα, μτχ.π.π.: δονημένος

  1. τραντάζω, ταρακουνάω, κραδαίνω, πάλλω
    Ο σεισμός ήταν τόσο δυνατός, που δονήθηκε ολόκληρη την περιοχή.
    ※  1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά
    Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
    δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
    Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
    σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
    Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
  2. (μεταφορικά) προκαλώ έντονη συγκίνηση
    ο Θούριος του Ρήγα δονούσε τις ψυχές των υπόδουλων Ελλήνων
    Ήταν τόσο δυσάρεστα τα νέα που άκουσα, που δονήθηκε η ψυχή μου.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]