δονώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δονώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δονῶ, συνηρημένος τύπος του δονέω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðoˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐νώ
Ρήμα[επεξεργασία]
δονώ, -είς..., πρτ.: δονούσα, αόρ.: δόνησα, παθ.φωνή: δονούμαι, μτχ.π.ε.: δονούμενος, π.αόρ.: δονήθηκα, μτχ.π.π.: δονημένος
- τραντάζω, ταρακουνάω, κραδαίνω, πάλλω
- ↪ Ο σεισμός ήταν τόσο δυνατός, που δονήθηκε ολόκληρη την περιοχή.
- ※ 1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά
- Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
- Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
- (μεταφορικά) προκαλώ έντονη συγκίνηση
- ↪ ο Θούριος του Ρήγα δονούσε τις ψυχές των υπόδουλων Ελλήνων
- ↪ Ήταν τόσο δυσάρεστα τα νέα που άκουσα, που δονήθηκε η ψυχή μου.
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δονώ | δονούσα | θα δονώ | να δονώ | δονώντας | |
β' ενικ. | δονείς | δονούσες | θα δονείς | να δονείς | ||
γ' ενικ. | δονεί | δονούσε | θα δονεί | να δονεί | ||
α' πληθ. | δονούμε | δονούσαμε | θα δονούμε | να δονούμε | ||
β' πληθ. | δονείτε | δονούσατε | θα δονείτε | να δονείτε | δονείτε | |
γ' πληθ. | δονούν(ε) | δονούσαν(ε) | θα δονούν(ε) | να δονούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δόνησα | θα δονήσω | να δονήσω | δονήσει | ||
β' ενικ. | δόνησες | θα δονήσεις | να δονήσεις | δόνησε | ||
γ' ενικ. | δόνησε | θα δονήσει | να δονήσει | |||
α' πληθ. | δονήσαμε | θα δονήσουμε | να δονήσουμε | |||
β' πληθ. | δονήσατε | θα δονήσετε | να δονήσετε | δονήστε | ||
γ' πληθ. | δόνησαν δονήσαν(ε) |
θα δονήσουν(ε) | να δονήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δονήσει | είχα δονήσει | θα έχω δονήσει | να έχω δονήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δονήσει | είχες δονήσει | θα έχεις δονήσει | να έχεις δονήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δονήσει | είχε δονήσει | θα έχει δονήσει | να έχει δονήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δονήσει | είχαμε δονήσει | θα έχουμε δονήσει | να έχουμε δονήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δονήσει | είχατε δονήσει | θα έχετε δονήσει | να έχετε δονήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δονήσει | είχαν δονήσει | θα έχουν δονήσει | να έχουν δονήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δονούμαι | δονούμουν | θα δονούμαι | να δονούμαι | ||
β' ενικ. | δονείσαι | δονούσουν | θα δονείσαι | να δονείσαι | ||
γ' ενικ. | δονείται | δονούνταν | θα δονείται | να δονείται | ||
α' πληθ. | δονούμαστε | δονούμασταν δονούμαστε |
θα δονούμαστε | να δονούμαστε | ||
β' πληθ. | δονείστε | δονούσασταν δονούσαστε |
θα δονείστε | να δονείστε | δονείστε | |
γ' πληθ. | δονούνται | δονούνταν | θα δονούνται | να δονούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δονήθηκα | θα δονηθώ | να δονηθώ | δονηθεί | ||
β' ενικ. | δονήθηκες | θα δονηθείς | να δονηθείς | δονήσου | ||
γ' ενικ. | δονήθηκε | θα δονηθεί | να δονηθεί | |||
α' πληθ. | δονηθήκαμε | θα δονηθούμε | να δονηθούμε | |||
β' πληθ. | δονηθήκατε | θα δονηθείτε | να δονηθείτε | δονηθείτε | ||
γ' πληθ. | δονήθηκαν δονηθήκαν(ε) |
θα δονηθούν(ε) | να δονηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δονηθεί | είχα δονηθεί | θα έχω δονηθεί | να έχω δονηθεί | δονημένος | |
β' ενικ. | έχεις δονηθεί | είχες δονηθεί | θα έχεις δονηθεί | να έχεις δονηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δονηθεί | είχε δονηθεί | θα έχει δονηθεί | να έχει δονηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δονηθεί | είχαμε δονηθεί | θα έχουμε δονηθεί | να έχουμε δονηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δονηθεί | είχατε δονηθεί | θα έχετε δονηθεί | να έχετε δονηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δονηθεί | είχαν δονηθεί | θα έχουν δονηθεί | να έχουν δονηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρούμαι»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)