δορυφοροποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δορυφοροποίηση | οι | δορυφοροποιήσεις |
γενική | της | δορυφοροποίησης* | των | δορυφοροποιήσεων |
αιτιατική | τη | δορυφοροποίηση | τις | δορυφοροποιήσεις |
κλητική | δορυφοροποίηση | δορυφοροποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δορυφοροποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δορυφοροποίηση < δορυφοροποιώ + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δορυφοροποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του δορυφοροποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δορυφοροποίηση
|