δοσίματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δοσίματα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δόσιμο
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δοσίματα ουδέτερο
- πληθυντικός αριθμός του δόσιμον ή δόσιμο