δουβλόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δουβλόνι | τα | δουβλόνια |
γενική | του | δουβλονίου | των | δουβλονίων |
αιτιατική | το | δουβλόνι | τα | δουβλόνια |
κλητική | δουβλόνι | δουβλόνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δουβλόνι < (άμεσο δάνειο) ισπανική doblón, μεγεθυντικό του doble (διπλός), λόγω της αξίας του δύο εσκούδων
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðuˈvlo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δου‐βλό‐νι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δουβλόνι ουδέτερο
- (ιστορία, νόμισμα) παλιό, χρυσό ισπανικό νόμισμα (από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα)
- ※ βαρέλια τὰ φλωριά, ἁρμάθες τὰ κολλονᾶτα, στέρνες ἀστέρευτες τὰ δουβλόνια (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Οι κουρσάροι, συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης, 1899)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «δουβλόνιο(ν)» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μίλι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)