δουβλόνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δουβλόνι τα δουβλόνια
      γενική του δουβλονίου των δουβλονίων
    αιτιατική το δουβλόνι τα δουβλόνια
     κλητική δουβλόνι δουβλόνια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δουβλόνι < (άμεσο δάνειο) ισπανική doblón, μεγεθυντικό του doble (διπλός), λόγω της αξίας του δύο εσκούδων

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðuˈvlo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δου‐βλό‐νι
νόμισμα των τεσσάρων δουβλονίων (1798)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δουβλόνι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]