δουλίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δουλίτσα | οι | δουλίτσες |
γενική | της | δουλίτσας | — | |
αιτιατική | τη | δουλίτσα | τις | δουλίτσες |
κλητική | δουλίτσα | δουλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δουλίτσα < δουλ(ειά) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðuˈli.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δου‐λί‐τσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δουλίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του δουλειά, μικροδουλειά
- δουλειά, κάτι όχι ιδιαίτερο σοβαρό που έχω να κάνω
- ↪ Έχω να κάνω κάτι δουλίτσες αύριο στο κέντρο.
- (οικείο) δουλειά, εργασία
- ↪ Κοίτα να βρεις καμιά δουλίτσα, ως πότε θα σε τρέφει ο πατέρας σου;
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίτσα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)