δουλευταράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δουλευταράς < δουλευτής + μεγεθυντικό επίθημα -αράς < ελληνιστική κοινή δουλευτής < αρχαία ελληνική δουλεύω < δοῦλος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðu.le.ftaˈɾas/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δουλευταράς αρσενικό (θηλυκό: δουλευταρού)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- δουλευτάρης
- δουλευταρού
- → δείτε τις λέξεις δουλεύω και δούλος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -αράς (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)