δουλεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δουλεύομαι: παθητική φωνή του ρήματος δουλεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
δουλεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος δουλεύω
- Τότε, άξαφνα, την επήρε το παράπονο, κόπηκε η καρδιά της, κι άρχισε να χύνει τόσα δάκρυα απ΄ τα μάτια της, ως να είχε μέσα της ολάκερη στέρνα βουλωμένη, που δεν είχε δουλευτεί ποτέ, και τώρα μόνο άρχιζε να ξεχειλίζει. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η αποσώστρα)
- Εδώ είναι τ’ αργαστήρι που δουλεύεται το καλό το φαΐ, μην τύχει και πεθάνει ο Δημογέροντας από την πείνα, και χάσει τ’ αντιστύλι του ο Τόπος. (Αργύρης Εφταλιώτης, Φυλλάδες του Γεροδήμου/δ)
- Να τους δουλεύουμε, δηλαδή, ψιλό γαζί, αλλά όχι και να δουλευόμαστε μεταξύ μας. (*)
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δουλεύομαι | δουλευόμουν(α) | θα δουλεύομαι | να δουλεύομαι | ||
β' ενικ. | δουλεύεσαι | δουλευόσουν(α) | θα δουλεύεσαι | να δουλεύεσαι | (δουλεύου) | |
γ' ενικ. | δουλεύεται | δουλευόταν(ε) | θα δουλεύεται | να δουλεύεται | ||
α' πληθ. | δουλευόμαστε | δουλευόμαστε δουλευόμασταν |
θα δουλευόμαστε | να δουλευόμαστε | ||
β' πληθ. | δουλεύεστε | δουλευόσαστε δουλευόσασταν |
θα δουλεύεστε | να δουλεύεστε | (δουλεύεστε) | |
γ' πληθ. | δουλεύονται | δουλεύονταν δουλευόντουσαν |
θα δουλεύονται | να δουλεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δουλεύτηκα | θα δουλευτώ | να δουλευτώ | δουλευτεί | ||
β' ενικ. | δουλεύτηκες | θα δουλευτείς | να δουλευτείς | δουλέψου | ||
γ' ενικ. | δουλεύτηκε | θα δουλευτεί | να δουλευτεί | |||
α' πληθ. | δουλευτήκαμε | θα δουλευτούμε | να δουλευτούμε | |||
β' πληθ. | δουλευτήκατε | θα δουλευτείτε | να δουλευτείτε | δουλευτείτε | ||
γ' πληθ. | δουλεύτηκαν δουλευτήκαν(ε) |
θα δουλευτούν(ε) | να δουλευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δουλευτεί | είχα δουλευτεί | θα έχω δουλευτεί | να έχω δουλευτεί | δουλεμένος | |
β' ενικ. | έχεις δουλευτεί | είχες δουλευτεί | θα έχεις δουλευτεί | να έχεις δουλευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει δουλευτεί | είχε δουλευτεί | θα έχει δουλευτεί | να έχει δουλευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δουλευτεί | είχαμε δουλευτεί | θα έχουμε δουλευτεί | να έχουμε δουλευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε δουλευτεί | είχατε δουλευτεί | θα έχετε δουλευτεί | να έχετε δουλευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δουλευτεί | είχαν δουλευτεί | θα έχουν δουλευτεί | να έχουν δουλευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δουλεμένος - είμαστε, είστε, είναι δουλεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δουλεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δουλεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δουλεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δουλεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δουλεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δουλεμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δουλεύομαι
|