δουλεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δουλεύομαι: παθητική φωνή του ρήματος δουλεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

δουλεύομαι

  • παθητική φωνή του ρήματος δουλεύω
    • Τότε, άξαφνα, την επήρε το παράπονο, κόπηκε η καρδιά της, κι άρχισε να χύνει τόσα δάκρυα απ΄ τα μάτια της, ως να είχε μέσα της ολάκερη στέρνα βουλωμένη, που δεν είχε δουλευτεί ποτέ, και τώρα μόνο άρχιζε να ξεχειλίζει. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η αποσώστρα)
    • Εδώ είναι τ’ αργαστήρι που δουλεύεται το καλό το φαΐ, μην τύχει και πεθάνει ο Δημογέροντας από την πείνα, και χάσει τ’ αντιστύλι του ο Τό­πος. (Αργύρης Εφταλιώτης, Φυλλάδες του Γεροδήμου/δ)
    • Να τους δουλεύουμε, δηλαδή, ψιλό γαζί, αλλά όχι και να δουλευόμαστε μεταξύ μας. (*)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]