δουλεύτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δουλεύτρα | οι | δουλεύτρες |
γενική | της | δουλεύτρας | — | |
αιτιατική | τη | δουλεύτρα | τις | δουλεύτρες |
κλητική | δουλεύτρα | δουλεύτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δουλεύτρα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δουλεύτρα
|