δουλικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δουλικό | τα | δουλικά |
γενική | του | δουλικού | των | δουλικών |
αιτιατική | το | δουλικό | τα | δουλικά |
κλητική | δουλικό | δουλικά | ||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δουλικό < {{}}
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δουλικό ουδέτερο
- (παρωχημένο) η υπηρέτρια
- → δείτε τη λέξη δούλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δουλικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δουλικό