δουλκή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δουλκή < από το λατινικό επίθετο dulcis (γλυκός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δουλκή θηλυκό