δοχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δοχείο | τα | δοχεία |
γενική | του | δοχείου | των | δοχείων |
αιτιατική | το | δοχείο | τα | δοχεία |
κλητική | δοχείο | δοχεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δοχείο < αρχαία ελληνική δοχεῖον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δοχείο ουδέτερο
- κοίλο σκεύος που χρησιμεύει στη φύλαξη διαφόρων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων
- (ειδικότερα) ουροδοχείο (δείτε αυτή τη λέξη)
- (παρωχημένο) ο υπόγειος (ή ισόγειος) αποθηκευτικός χώρος, όπου διατηρείται σχετικά χαμηλή θερμοκρασία, για την συντήρηση των τροφίμων
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δέχομαι