δοχεῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δοχεῖον τὰ δοχεῖ
      γενική τοῦ δοχείου τῶν δοχείων
      δοτική τῷ δοχεί τοῖς δοχείοις
    αιτιατική τὸ δοχεῖον τὰ δοχεῖ
     κλητική ! δοχεῖον δοχεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δοχείω
γεν-δοτ τοῖν  δοχείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δοχεῖον < αρχαία ελληνική δέχομαι, θέμα + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δοχεῖον ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]