δούναι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δοῦναι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δούναι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δοῦναι, απαρέμφατο αορίστου β του δίδωμι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈðu.ne/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δού‐ναι
ομόηχο: δούνε

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δούναι ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]