Μετάβαση στο περιεχόμενο

δούξ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Δούξ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δούξ, τύπος του 12ου αιώνα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δούξ < λατινική dux, θέμα duc- όπως στο duco (οδηγώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dewk-
ΑΠΟΓΟΝΟΙ:  και δείτε στο ελληνιστικό δούξ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δούξ αρσενικό ή δούκας, (θηλυκό δούκαινα ή δούκισσα & δουκέσσα)

  1. διοικητής (στρατιωτικός ή πολιτικός)
  2. άρχοντας

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • Δούξ (και με κεφαλαίο ως τίτλος)

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
δουκ- 




ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δούξ οἱ δοῦκες
      γενική τοῦ δουκός τῶν δουκῶν
      δοτική τῷ δουκῐ́ τοῖς δουξῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν δοῦκ τοὺς δοῦκᾰς
     κλητική ! δούξ δοῦκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δοῦκε
γεν-δοτ τοῖν  δουκοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δούξ < (άμεσο δάνειο) λατινική dux, θέμα duc- όπως στο duco (οδηγώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dewk-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δούξ, -ός αρσενικό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]

δούξ (ελληνιστική κοινή)

μεσαιωνικά ελληνικά: δούξ
καθαρεύουσα: δούξ
μεσαιωνικά ελληνικά: δούκας
νέα ελληνικά: δούκας
αρμενικά: դուքս (dukʿs)
ιταλικά: duca
οθωμανικά τουρκικά: دوقه‎ (duka)
τουρκικά: duca (γαλλικής προέλευσης το συνώνυμο dük)
κοπτικά: ⲇⲟⲩⲝ