δοῦλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δούλος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δοῦλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δοῦλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δοῦλος και βοῦλος (θηλυκό δούλη)

  1. υπηρέτης, δούλος
  2. σε έκφραση ως φιλοφρόνηση σε επίσημα πρόσωπα
    τῆς πανιερότητός σου δοῦλος
    ※  15ος αιώνας, Γεώργιος Χοῦμνος, H Kοσμογέννησις, στίχ.1111
    πόθεν ἤλθετε σ’ ἐμέν τ’ ἀδυναμάρι, στὸν δοῦλον σας …;
  3. ευσεβής πιστός στο θεό
    ※  15ος αιώνας, Γεώργιος Χοῦμνος, H Kοσμογέννησις, §Η θυσία του Αβραάμ στίχ.1264 (1261-1264) - Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    «Ἰδοὺ τὰ ξύλα καὶ τὸ πῦρ, τὰ μέλλει διὰ νὰ πιάσης,
    μὰ πὄν’ αὐτὸ τὸ πρόβατον, τὸ θὲς νὰ θυσιάσης;».
    «Ὁ Θεὸς ἐμᾶς, παιδάκι μου, πρόβατον θέλει στείλει,
    αὐτὸ νὰ θυσιάσωμεν ὡς δοῦλοι του καὶ φίλοι».
  4. υποτελής, υπήκοος
  5. (μεταφορικά) που κατέχεται από ένα πάθος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
δουλ- 



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δοῦλος < (άμεσο δάνειο) χαναανική *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος).[1] Συγγενής η μυκηναϊκή 𐀈𐀁𐀫 (do-e-ro) *δόε‑λος, πιθανό λυδικό ή καρικό δάνειο[2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dûː.los/ (προφορά περίπου τον 5ο αιώνα πκε) [3]

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δοῦλος δούλη τὸ δοῦλον
      γενική τοῦ δούλου τῆς δούλης τοῦ δούλου
      δοτική τῷ δούλ τῇ δούλ τῷ δούλ
    αιτιατική τὸν δοῦλον τὴν δούλην τὸ δοῦλον
     κλητική ! δοῦλε δούλη δοῦλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δοῦλοι αἱ δοῦλαι τὰ δοῦλ
      γενική τῶν δούλων τῶν δούλων τῶν δούλων
      δοτική τοῖς δούλοις ταῖς δούλαις τοῖς δούλοις
    αιτιατική τοὺς δούλους τὰς δούλᾱς τὰ δοῦλ
     κλητική ! δοῦλοι δοῦλαι δοῦλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δούλω τὼ δούλ τὼ δούλω
      γεν-δοτ τοῖν δούλοιν τοῖν δούλαιν τοῖν δούλοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «πρῶτος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

δοῦλος, -η, -ον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δοῦλος οἱ δοῦλοι
      γενική τοῦ δούλου τῶν δούλων
      δοτική τῷ δούλ τοῖς δούλοις
    αιτιατική τὸν δοῦλον τοὺς δούλους
     κλητική ! δοῦλε δοῦλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δούλω
γεν-δοτ τοῖν  δούλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

δοῦλος αρσενικό (θηλυκό δούλη)

  1. δούλος
     αντώνυμα: δεσπότης
  2. δουλοπρεπής, δουλικός
  3. δευτερεύων, εξαρτημένος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • η λέξη σήμαινε, κυρίως, το άτομο που δεν έχει δική του γη και όχι εκείνον που είχε αιχμαλωτισθεί για να εργάζεται σαν δούλος τον οποίο ονόμαζαν ανδράποδο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Rafał Rosół, Frühe Semitische Lehnwörter im Griechischen, Peter Lang, Φραγκφούρτη, 2013, σελ. 18.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. δοῦλος#Pronunciation στο αγγλικό Βικιλεξικό