Μετάβαση στο περιεχόμενο

δράστις

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: δρᾶστις, *δρᾶστις

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δράστις οι δράστιδες
      γενική της δράστιδος
(δράστιδας)
των δραστίδων
(δράστιδων)
    αιτιατική τη δράστιδα τις δράστιδες
     κλητική δράστι (δράστις) δράστιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δράστις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή *δρᾶστις γενική δράστιδος, θηλυκό του αττικού τύπου δράστης, που απαντά στον ιωνικό θηλυκό τύπο δρῆστις  δείτε τη λέξη δράω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δράστις θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δράστῐς αἱ δράστεις
      γενική τῆς δράστεως τῶν δράστεων
      δοτική τῇ δράστει ταῖς δράστεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δράστῐν τὰς δράστεις
     κλητική ! δράστῐ δράστεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δράστει
γεν-δοτ τοῖν  δραστέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δράστις < λείπει η ετυμολογία. Διαφορετικό το *δρᾶστις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δράστις, -εως θηλυκό