Μετάβαση στο περιεχόμενο

δράσω

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

δράσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δρω
  2. θα δράσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δρω