Μετάβαση στο περιεχόμενο

δρίματα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα δρίματα
      γενική των δριμάτων
    αιτιατική τα δρίματα
     κλητική δρίματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δρίματα < δρίμες < (ελληνιστική κοινή) δρίμαι (ψύχος) < αρχαία ελληνική δριμύς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈðɾi.ma.ta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δρίματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]