δρακολίμνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δρακολίμνη οι δρακολίμνες
      γενική της δρακολίμνης των δρακολιμνών
    αιτιατική τη δρακολίμνη τις δρακολίμνες
     κλητική δρακολίμνη δρακολίμνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δρακολίμνη < δράκος + λίμνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δρακολίμνη θηλυκό

  • (γεωλογία): λίμνη που σχηματίζεται σε ορεινές κοιλότητες, με υψόμετρο περίπου 2000 μέτρα, από το λιώσιμο χιονιού.

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • η ονομασία έχει δοθεί κατά λαογραφική αντίληψη λόγω του συνηθέστερα απρόσιτου σημείου της δημιουργίας της.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]