δραματικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δραματικά < δραματικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

δραματικά

  1. με δραματικό τρόπο
  2. από δραματική άποψη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

δραματικά