δραματολόγιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δραματολόγιον | τὰ | δραματολόγια | ||||
γενική | τοῦ | δραματολογίου | τῶν | δραματολογίων | ||||
δοτική | τῷ | δραματολογίῳ | τοῖς | δραματολογίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | δραματολόγιον | τὰ | δραματολόγια | ||||
κλητική ὦ! | δραματολόγιον | δραματολόγια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δραματολόγιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το δραματολόγιο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 306, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου