δραματολόγιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δραματολόγιον τὰ δραματολόγια
      γενική τοῦ δραματολογίου τῶν δραματολογίων
      δοτική τῷ δραματολογί τοῖς δραματολογίοις
    αιτιατική τὸ δραματολόγιον τὰ δραματολόγια
     κλητική ! δραματολόγιον δραματολόγια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δραματολόγιον (μαρτυρείται από το 1871) [1] < (δράμα) δραματ- + -ο- + -λόγιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δραματολόγιον ουδέτερο

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 306, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου