δραματοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δραματοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δραματοποιώ
- θα δραματοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δραματοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δραματοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δραματοποίηση