δραματοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δραματοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δραματοποιώ
Ρήμα[επεξεργασία]
δραματοποιούμαι
- με παρουσιάζουν με πιο δραματικές διαστάσεις από τις αντικειμενικές, με θεωρούν πιο τραγικό ή δραματικό απ΄ όσο είμαι
- με μετατρέπουν σε καλλιτεχνική δημιουργία (κινηματογραφικό έργο, θεατρικό έργο)
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δραματοποιούμαι | δραματοποιούμουν | θα δραματοποιούμαι | να δραματοποιούμαι | ||
β' ενικ. | δραματοποιείσαι | δραματοποιούσουν | θα δραματοποιείσαι | να δραματοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | δραματοποιείται | δραματοποιούνταν | θα δραματοποιείται | να δραματοποιείται | ||
α' πληθ. | δραματοποιούμαστε | δραματοποιούμασταν δραματοποιούμαστε |
θα δραματοποιούμαστε | να δραματοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | δραματοποιείστε | δραματοποιούσασταν δραματοποιούσαστε |
θα δραματοποιείστε | να δραματοποιείστε | δραματοποιείστε | |
γ' πληθ. | δραματοποιούνται | δραματοποιούνταν | θα δραματοποιούνται | να δραματοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δραματοποιήθηκα | θα δραματοποιηθώ | να δραματοποιηθώ | δραματοποιηθεί | ||
β' ενικ. | δραματοποιήθηκες | θα δραματοποιηθείς | να δραματοποιηθείς | δραματοποιήσου | ||
γ' ενικ. | δραματοποιήθηκε | θα δραματοποιηθεί | να δραματοποιηθεί | |||
α' πληθ. | δραματοποιηθήκαμε | θα δραματοποιηθούμε | να δραματοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | δραματοποιηθήκατε | θα δραματοποιηθείτε | να δραματοποιηθείτε | δραματοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | δραματοποιήθηκαν δραματοποιηθήκαν(ε) |
θα δραματοποιηθούν(ε) | να δραματοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δραματοποιηθεί | είχα δραματοποιηθεί | θα έχω δραματοποιηθεί | να έχω δραματοποιηθεί | δραματοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις δραματοποιηθεί | είχες δραματοποιηθεί | θα έχεις δραματοποιηθεί | να έχεις δραματοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δραματοποιηθεί | είχε δραματοποιηθεί | θα έχει δραματοποιηθεί | να έχει δραματοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δραματοποιηθεί | είχαμε δραματοποιηθεί | θα έχουμε δραματοποιηθεί | να έχουμε δραματοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δραματοποιηθεί | είχατε δραματοποιηθεί | θα έχετε δραματοποιηθεί | να έχετε δραματοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δραματοποιηθεί | είχαν δραματοποιηθεί | θα έχουν δραματοποιηθεί | να έχουν δραματοποιηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δραματοποιούμαι
|