δραμεντί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δραμεντί < γαλλική dramédie < drame (< λατινική drama < αρχαία ελληνική δρᾶμα (αντιδάνειο)) + comédie (< λατινική comoedia < αρχαία ελληνική κωμῳδία (αντιδάνειο) < κῶμος + ᾠδή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δραμεντί θηλυκό άκλιτο
- (νεολογισμός) (θέατρο) ελαφρό θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό είδος με δραματικά στοιχεία αλλά και ορισμένα κωμικά / εύθυμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)