Μετάβαση στο περιεχόμενο

δραπανοκατσάβιδο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δραπανοκατσάβιδο τα δραπανοκατσάβιδα
      γενική του δραπανοκατσάβιδου των δραπανοκατσάβιδων
    αιτιατική το δραπανοκατσάβιδο τα δραπανοκατσάβιδα
     κλητική δραπανοκατσάβιδο δραπανοκατσάβιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δραπανοκατσάβιδο < δράπανο + κατσαβίδ(ι) + -ο
δραπανοκατσάβιδο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δραπανοκατσάβιδο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]