δραπετεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δραπετεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δραπετεύω
- θα δραπετεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δραπετεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δραπετεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δραπέτευση