δρασκελίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δρασκελίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δρασκελίζω < διασκελίζω < (ελληνιστική κοινή) διασκελίζομαι < διά + αρχαία ελληνική σκέλος
Ρήμα[επεξεργασία]
δρασκελίζω, αόρ.: δρασκέλισα (χωρίς παθητική φωνή)
- κάνω ένα μεγάλο βήμα (δρασκελιά) με τα πόδια μου όσο γίνεται πιο ανοιχτά ή πηδώ και περνώ πάνω από ένα εμπόδιο ή κενό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δρασκελιά
- δρασκέλισμα και δρασκελισμός
- → δείτε τις λέξεις διασκελίζω και σκέλος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δρασκελίζω | δρασκέλιζα | θα δρασκελίζω | να δρασκελίζω | δρασκελίζοντας | |
β' ενικ. | δρασκελίζεις | δρασκέλιζες | θα δρασκελίζεις | να δρασκελίζεις | δρασκέλιζε | |
γ' ενικ. | δρασκελίζει | δρασκέλιζε | θα δρασκελίζει | να δρασκελίζει | ||
α' πληθ. | δρασκελίζουμε | δρασκελίζαμε | θα δρασκελίζουμε | να δρασκελίζουμε | ||
β' πληθ. | δρασκελίζετε | δρασκελίζατε | θα δρασκελίζετε | να δρασκελίζετε | δρασκελίζετε | |
γ' πληθ. | δρασκελίζουν(ε) | δρασκέλιζαν δρασκελίζαν(ε) |
θα δρασκελίζουν(ε) | να δρασκελίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δρασκέλισα | θα δρασκελίσω | να δρασκελίσω | δρασκελίσει | ||
β' ενικ. | δρασκέλισες | θα δρασκελίσεις | να δρασκελίσεις | δρασκέλισε | ||
γ' ενικ. | δρασκέλισε | θα δρασκελίσει | να δρασκελίσει | |||
α' πληθ. | δρασκελίσαμε | θα δρασκελίσουμε | να δρασκελίσουμε | |||
β' πληθ. | δρασκελίσατε | θα δρασκελίσετε | να δρασκελίσετε | δρασκελίστε | ||
γ' πληθ. | δρασκέλισαν δρασκελίσαν(ε) |
θα δρασκελίσουν(ε) | να δρασκελίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δρασκελίσει | είχα δρασκελίσει | θα έχω δρασκελίσει | να έχω δρασκελίσει | ||
β' ενικ. | έχεις δρασκελίσει | είχες δρασκελίσει | θα έχεις δρασκελίσει | να έχεις δρασκελίσει | ||
γ' ενικ. | έχει δρασκελίσει | είχε δρασκελίσει | θα έχει δρασκελίσει | να έχει δρασκελίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δρασκελίσει | είχαμε δρασκελίσει | θα έχουμε δρασκελίσει | να έχουμε δρασκελίσει | ||
β' πληθ. | έχετε δρασκελίσει | είχατε δρασκελίσει | θα έχετε δρασκελίσει | να έχετε δρασκελίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δρασκελίσει | είχαν δρασκελίσει | θα έχουν δρασκελίσει | να έχουν δρασκελίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δρασκελίζω
|