δρασκελώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δρασκελώ < μεσαιωνική ελληνική δρασκελώ < δρασκελίζω < διασκελίζω < (ελληνιστική κοινήδιασκελίζομαι < διά + αρχαία ελληνική σκέλος

Ρήμα[επεξεργασία]

δρασκελώ

Κλίση[επεξεργασία]