Μετάβαση στο περιεχόμενο

δραστηριοποίηση

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: δραστηριότητα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δραστηριοποίηση οι δραστηριοποιήσεις
      γενική της δραστηριοποίησης των δραστηριοποιήσεων
    αιτιατική τη δραστηριοποίηση τις δραστηριοποιήσεις
     κλητική δραστηριοποίηση δραστηριοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δραστηριοποίηση < δραστηριοποιώ δραστηριοποιη- + -ση (-ποιώ > -ποίηση)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðɾa.sti.ɾi.oˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δραστηριοποίηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δραστηριοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]