δραστηριοποιήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δραστηριοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του δραστηριοποίηση
- εναλλακτικά: δραστηριοποίησης