δραστηριοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δραστηριοποιώ < δραστήριος + ποιώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðɾa.sti.ɾi.o.piˈo/
Ρήμα[επεξεργασία]
δραστηριοποιώ, παθητικό δραστηριοποιούμαι
[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δραστηριοποιώ