δραστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
δραστικά < δραστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
δραστικά
- με δραστικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δραστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δραστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δραστικό
- δραστικά (ουσιαστικά): (γλωσσολογία) όσα ουσιαστικά δηλώνουν το πρόσωπο που ενεργεί