δραχμοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δραχμοποιώ < δραχμο- (< δραχμή) + ποιώ
Ρήμα[επεξεργασία]
δραχμοποιώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δραχμοποιώ
|