δραχμούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δραχμούλα | οι | δραχμούλες |
γενική | της | δραχμούλας | — | |
αιτιατική | τη | δραχμούλα | τις | δραχμούλες |
κλητική | δραχμούλα | δραχμούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δραχμούλα < υποκοριστικό του δραχμή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δραχμούλα θηλυκό
- η δραχμή
- ※ Στις τσέπες του, που του τις έψαχνε ταχτικά, ποτέ δεν υπήρχαν λεφτά, παρά μόνο κάτι δραχμούλες για τσιγάρα. (Γιώργος Ιωάννου, Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δραχμούλα
|